Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Νυχτόβια Λάνα


Οι παλάμες της είχαν κιτρινίσει. Όχι, όχι, σε καμία των περιπτώσεων δεν ήταν το κίτρινο του καδμίου. Ήταν εκείνο το κίτρινο που βάφει μια πάλλευκη χέστρα όταν έρθει σ' επαφή με μερικά καντάρια χολής. Ένιωθε πως το μάγουλό της συνθλίβει τον τσίγκο ή μήπως ήταν ο τσίγκος που έσκιζε το μάγουλό της. Κι ο τσίγκινος πάτος του κάδου μες τον οποίο ισορροπούσε με το μάγουλό της, δεν ήταν παρά το παλίμψηστο ολόκληρων δεκαετιών, δεκαετιών Βαλτιμόρης. Κι 'κείνη ένιωθε σα να προσκυνούσε έναν τάφο μαζικό, που έζεχνε ανθρωπίλα, μα ο μοναδικός άνθρωπος ήταν αυτή. Μάζευε ό,τι θα μπορούσε να πουλήσει κι έβγαινε με το κλεμμένο καρότσι του σουπερμάρκετ τα επόμενα πρωινά και έβγαζε το φαγητό της ημέρας. Το νοίκι δεν έβγαινε και αυτός ο γέρος όλο την απειλούσε πως θα τη διώξει και θα φωνάξει τους μπάτσους και θα τη διώξει. Μετά τον άφηνε να της πιάνει το μπούτι, τελείωνε μες στο σώβρακό του και το ξεχνούσε για μερικές μέρες και μετά πάλι το ίδιο και πάλι το ίδιο και πάλι το ίδιο. Μα κάποιο διάστημα αργότερα δεν ήθελε μπούτι, ήθελε στήθος κι η Λάνα Μπρόντερικ ήθελε την ησυχία της κι έτσι μετακόμισε στον ξενώνα αστέγων. Κι όσους ψύλλους προσπαθούσε ν' αποφύγει από τους κάδους, τους κολλούσε στον ξενώνα. Γαζωμένη πιθαμή προς πιθαμή λαχταρούσε ένα πλυντήριο, ένα μασίν με απορριπαντικό και τα ρέστα. Ένα μασίν που θα έκανε τα κουρέλια της άοσμα. Και θα 'κανε τους λεκέδες από την κέτσαπ του ντάηνερ της οδού Φέλιξ, τις στάμπες από λαδιές κονσέρβας λακέρδας του κάδου ανακύκλωσης και το ψηφιδωτό από τα αίματα γενικών τραυματισμών Βαλτιμόρης, αόρατους. Αλλά, δεν είχε πλυντήριο, γιατί δεν είχε και κρεβάτι. Τίποτα δικό της δεν είχε. Και μια μάνα που είχε την έχασε νωρίς και της στοίχισε αυτό της Λάνας. Μες την πρέζα και τα χάπια ήταν η μάνα της, αλλά ήταν εντάξει. Ούτε κι αυτή είχε ποτέ της το μασίν της πάστρας. Δεν έζεχνε όμως. Ίσως οι φλέβες της που αιμορραγούσαν συνεχώς ήταν δίχως μυρωδιά. Το πτώμα της όμως που έμεινε δύο βδομάδες σε μια αποθήκη με κάλτσες είχε μυρωδιά. Είχε τόση μυρωδιά που η κυρία Σπένσερ από απέναντι πήρε τηλέφωνο τους μπάτσους κι έτσι η Λάνα κλήθηκε μια Τρίτη ν' αναγνωρίσει τη σωρό της Τζούντιθ Λάντλοου Έντουρντς. Ναι, ψέλλισε στον ιατροδικαστή η μάνα μου είναι. Κι αυτός είπε "ξεγραμμένη την είχες". Κι η Λάνα απάντησε "όχι, την αγαπούσα, εγώ της έβρισκα τα σέα, για να 'ναι καθαρά, την αγαπούσα εγώ κι ας μ' άφησε μοναχή μου". Έτσι του 'πε η Λάνα του λιμοκοντόρου του ιατροδικαστή που πίστευε πως οι σύριγγες είναι μονάχα για τη δοσολογία της αντιβίωσης. Κι απόμεινε η Λάνα στο παγκάκι της Χανόβερ Στρητ δίχως μάνα και δίχως μασίν. Κι έπιασε κι ερωτεύτηκε τον Ντέημον Λήρι. Τον Φαραγουέη Ντι. Του πουλούσε μεταλλικούς σωλήνες κι ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερος. Είχε παράξενα μάτια. Γαλανά κι έξυπνα. Δεν έμοιαζαν με τα κοιμισμένα μάτια του φίλου της, του Μάικ του κουράδα, ούτε και του Τζέηκ του σπίθα. Αυτοί έπαιρναν χάπια, ο Ντι όμως δεν έπαιρνε χάπια, ούτε και μπύρες έπινε, μόνο κάπνιζε και κάπνιζε. Της άρεσε πολύ ο τρόπος που κάπνιζε. Δεν ήταν κάπνισμα Βαλτιμόρης, είχε κάτι το ευρωπαϊκό. Κι όταν μια μέρα η γριά της Χάρβυ Λέην της είπε "εσύ, ούτε κατά που πέφτει η Ευρώπη δεν ξέρεις". Δεν της απάντησε, γιατί στ' αλήθεια δεν ήξερε, αλλά είχε δει σε μια ταινία να μιλούν ευρωπαϊκά και να καπνίζουν και πολύ φινετσάτα αδελφάκι μου. Βέβαια δεν καταλάβαινε τι λέγαν, αφού δεν ήξερε να διαβάζει, μα τα 'λέγαν όμορφα. Κι ήθελε να του γράψει ένα γράμμα του Φαραγουέη Ντι και να του λέει πως της αρέσουν τα χείλη του όταν ξεφυσάει τον καπνό. Αλλά που δεν ήξερε να διαβάζει δεν την εμπόδισε. Ο μικρός Τουσόν της χάρισε ένα δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι, που 'χε κλέψει  ο πατριός του από τα ηλεκρονικά του Φέρμορ το '97. Κι ο μπάμπα Ρέημοντ Σακς -που ΄λεγε στην πλατεία με τις αζαλέες πως στα νιάτα του ήταν δημοσιογράφος στην Μπάλτιμορ Σαν- της χάριζε δημοσιογραφικές κασετούλες. Κι αυτή πριν κοιμηθεί στο παγκάκι της, ηχογραφούσε κασέτες για 'κείνον, για τον Φαραγουέη Ντι. Το ξημέρωμα κοιμόταν. Του είπε, του είπε και τι δεν του είπε. Μέχρι κι ότι αν εκείνος ήθελε να 'ναι μαζί θ' άφηνε τη δουλειά της στους κάδους και θα πήγαινε πωλήτρια στους νεωτερισμούς της Λώρα Ντόσον. Κι ήταν πραγματικά σχέδιο τολμηρό, αφού είχε ήδη φλεβίτη και στα δυό της τα μπούτια. Ο Ντι δεν απαντούσε σε καμιά ηχογράφηση. Και μια μέρα που πήγε να τον βρει, της είπε να ξεκουμπιστεί και πως έζεχνε σαν κοπριά γαϊδάρου. Η Λάνα του ψιθύρισε πως δεν είχε λεφτά να πάρει μασίν, αλλά εκείνος την έδιωξε πάραυτα. Εκείνη παρέμεινε ψύχραιμη. Ο Ραμόν ο Ισπανίας, δυό παγκάκια παρακάτω την κέρασε πρέζα εκείνο το βράδυ. Ήπιε κι ως αντάλλαγμα τον άφησε να τη γαμήσει απ' τον κώλο μες τα κάτουρα του κοντινότερου πάρκινγκ. Όσο τη γαμούσε, η Λάνα φανταζόταν πως μιλούσε στη μακαρίτισσα τη μάνα της και χαμογελούσε. Ο Ισπανίας νόμιζε πως χαμογελούσε επειδή γούσταρε το γαμήσι, και τον έχωνε πιο βαθιά και πιο βαθιά. Ο κώλος της έγινε μες τα αίματα. Της γύρισε την πλάτη, άφησε μια γερή χλέπα στις ρόδες ενός γέρικου τογιότα σεντάν και την  άφησε πάνω σε μια καφετί μπιούικ ξεβράκωτη, να αιμορραγεί. Κοιμήθηκε εκεί, χαμογελαστή. Και το πρωί ο οδηγός της καφετί μπιούικ, την έβριζε και την έβριζε και την έβριζε. Εκείνη μες τη μαστούρα της δεν ξυπνούσε. Μετά την κλώτσησε στο μουνί. Κρύφτηκε τότε στον κοντινότερο κάδο. Αγκάλιασε μια γιγάντια συσκευασία τσιπς και ξανακοιμήθηκε. Σκέφτηκε για λίγο τα μάτια του Ντι και ξανακοιμήθηκε. Πρέζα δεν είχε λεφτά να ξαναπάρει, και δεν μπορούσε άλλο να γαμιέται στα όρθια γιατί τα πόδια της μούδιαζαν και μετά πρήζονταν και ξαναμούδιαζαν. Και κάποια πρωινά που ξυπνούσε στο παγκάκι της έβρισκε κανα δυό δολάρια και αγόραζε γάλα και μπισκότα. Εκείνα τα πρωινά ήταν τα ομορφότερα του κόσμου. Σηκωνόταν μες τα τσιμπήματα, ήταν γεμάτη κόκκινες, κατακόκκινες πιτσιλιές στο πρόσωπο, τα χέρια και την κοιλιά, αλλά μετά γέμιζε λευκές πιτσιλιές γύρω από τα χείλη και ψίχουλα και ψιχουλάκια μες στα αχτένιστα φουντωτά μαλλιά της. Κι έρχονταν οι κότσυφες από τη μεγάλη λεύκα του πάρκου και τσιμπολογούσαν. Ψιχουλάκια και ψίχουλα από τα μπισκότα βανίλιας που 'τρωγε. Κι 'κεινο το πρωί τέτοιο ήταν με ψίχουλα και πουλιά στα μαλλιά της. Και κρατούσε το καρότσι, που έλαμπε στο φως του ήλιου της Βαλτιμόρης. Και κατηφόριζε. Κι ανηφόριζε στην πλατεία της, την αγαπημένη πλατεία. Που ' χε χρώματιστά μικρά κτήρια και μαύρους ανθρώπους και παιδιά με κοτσιδάκια που παίζαν μπάλα και άλλους ακόμη πιο μαύρους ανθρώπους που γελούσαν ανάμεσα στα ψηλά δέντρα. Και δεν είχαν δόντια, αλλά γελούσαν με την καρδιά τους. Κι ο Φατ Στήβι έπαιζε στη φυρμόνικα Ρόμπερτ Τζόνσον κι η Λου χτυπούσε παλαμάκια στα πόδια του. Η Λάνα ήταν γαλήνια. Μακάρια ήταν η Λάνα. Κι ας την είχε διώξει ο Ντι. Κι ας την είχε πει παλιοπουτάνα και παλιοβρωμιάρα. Η Λάνα ήταν μακάρια και σκέφτηκε πως δε θα τον αγαπούσε πια. Ίσως σκέφτηκε η Λάνα να γραφόταν και στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας την επόμενη βδομάδα. Ίσως να μάθαινε και να διαβάζει σκέφτηκε η Λάνα. Να διάβαζε κι αυτόν τον Σάλιντζερ που 'λεγε και ξανάλεγε ο ξεδοντιάρης Τζο πως του άλλαξε τη ζωή. Κι η πλατεία ήταν γεμάτη ξεφωνητά και χάχανα και πουλιά. Στα μαλλιά της πουλιά. Και ο ήλιος ζεστός, της ξεκούραζε το δέρμα. Τα μπισκότα τελείωσαν και μια αδέσποτη σφαίρα από ένα άσπρο βαν της ξέσκισε το στομάχι. Αίματα πια ήταν στα χείλη της πάνω. Όχι γάλα, παρά κόκκινο αίμα. Χαμογελούσε η Λάνα. Άραγε ο Ντι θα στενοχωριόταν καθόλου; Κι ο Σάλιντζερ τι θα 'λεγε για όλα αυτά; 



Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

Μια περιπέτεια στη νότιο Καρολίνα

Εδώ. Ήταν εδώ. Πάλι. Πάνε χρόνια που ξανά ήταν εδώ. Δε θυμόταν πόσα χρόνια ακριβώς. Κάποιος τον έμπασε σ' ένα αεροπλάνο και τον έστειλε εδώ. Ξανά. Δεν ήξερε ποιός ήταν εκείνος ο τύπος, αλλά δεν του αντιστάθηκε. Κάτι μέσα του έλεγε πως δεν θα είχε νόημα η όποια αντίσταση. Κι είναι τώρα εδώ. Αυτός. Είναι στο εδώ. Εδώ. Στη νότιο Καρολίνα. Και σιγά μην ήξερε το βλαχάκι τι είναι η νότιος Καρολίνα. Είδε φοίνικες και θάλασσα. Αυτό το 'βλεπε και στο χωριό του. Τη θάλασσα. Φοίνικες λέει είχαν, αλλά πιάσαν ένα περίεργο σκουλήκι και τους κόψαν, χρόνια πριν. Όχι πριν γεννηθεί. Πριν καταλάβει τι γίνεται. Και τον φέραν στο εδώ για να τον τιμωρήσουν για το τώρα. Η τιμωρία ήταν το θέμα. Το βασικό ήταν να σωφρονιστεί. Να ξεχάσει και να τα κάνει καλύτερα. Γύρω γύρω θάλασσα. Μακρυά το σπίτι και ανά 5 λεπτά αεροπλάνα και πλοία. Και κείνος τίποτα, κανένα μέσο να μην μπορεί να πάρει, αλλά να μένει εκεί, μες τ' αεροπλάνα και τα πλοία. Και γύρω γύρω η θάλασσα. Η μοναχικότητα τότε έγινε συνώνυμη της μοναξιάς. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι του συνέβαινε. Μοναχικότητα ή μοναξιά. Και τα δύο. Μα ήταν τόσο τιμωρημένος που γι' αυτόν όλα ήταν μοναξιά, κι αυτό για να πέφτει σε λάθη. Κι έπεσε. Γνώριζε άτομα και παθιαζόταν στο 5λεπτο. Και παρακαλούσε να κοιμηθούν μαζί του, ωσάν να είχαν χρέος. Και του γινε τ' όχι μια βιτσιά στ' αδύνατα πλευρά του. Μα θα πρεπε όλοι να τον αγαπούν. Κι οι άλλοι. Αυτοί που τον έφεραν στο εδώ, τον ανάγκαζαν να κοιτάει. Εκεί στη νότιο Καρολίνα, κουρτίνες δεν υπήρχαν και 5 με 8 το απόγεμα τον ανάγκαζαν να κοιτάει οικογένειες και ζευγάρια. Και επειδή αυτό δεν έπιανε. Είχε χεσμένους πάντα όλους αυτούς που ζευγαρώνουν. Δεν τον ένοιζε το ζευγάρωμα κατ' αυτόν τον τρόπο. Δεν τον ένοιαξε ποτέ η ποίηση της καθημερινότητας. Μικροαστισμός ήταν αυτό. Ποιά ποίηση γράφεται δίπλα σε μια λέξη όπως "καθημερινότητα". Ασύμβατες. Έννοιες. Σα να βάζεις τον Scream' Jay Hockins δίπλα στον Tom Jones. Όχι δε θα πρεπε να είναι έτσι, καθόλου δε θα πρεπε να είναι έτσι. Για γαμήσια παρακαλούσε. Δεν ήξερε όμως πως να το πει. Και τι να πει δηλαδή. Παρακαλώ γαμήστε με, αλλά μη μου μιλάτε. Καθόλου μη μου μιλάτε. Γιατί ξερνάω κομμάτι εύκολα. Ξερνάω κι απ' τα μάτια άμα λάχει. Οπότε ας μείνουμε σιωπηλοί. Μοναχικοί και σιωπηλοί. Μα όλοι μιλούν τόσο πολύ για τον εαυτό τους τη σήμερον. Εκείνος ήθελε απλά να γαμιέται σιωπηλά. Άηχα να γαμιέται και μετά να κοιτάζει τα κύματα. Κι εκείνοι. Έβαζαν άσχετους να του μιλούν και να του μιλούν ακατάπαυστα. Και μετά τον έδεναν πισθάγκωνα και τον έβαζαν να βλέπει ζευγάρια της νότιας Καρολίνας να γαμιούνται. Όχι όμως απλώς να γαμιούνται. Να γουστάρονται και να γαμιούνται. Να είναι ερωτευμένοι και να γαμιούνται. Να μπαίνει ο ένας μέσα στην άλλη δηλαδή. Ή η μια μέσα στη μία. Ή ο ένας μέσα στον ένα. Να γουστάρουν όμως. Κι κείνος καιρό πολύ δε γούσταρε. Ούτε τη μια. Ούτε τον έναν. Τίποτα. Του βαζαν δηλαδή τη δική του τη διεκπεραίωση δίπλα στον έρωτα. Τον διέλυαν δηλαδή. Η ασφάλεια της διεκπεραίωσης. Η ρουτίνα της διεκαπεραίωσης. Η ποίηση της διεκπεραίωσης δίπλα στον έρωτα. Και έρωτας δε θα ξαναυπάρξει. Έτσι γιατί ήταν μια Τρίτη και το είπε εκείνος. Ούτε ποίηση θα υπάξει ξανά. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να το λέει επειδή είναι κυκλωμένος από θάλασσα κι έχει στη μέση φοίνικες. Ισοπεδώθηκε. Δε λύγισε όμως. Κι αν τον ξανάφεραν εδώ. Δεν ξεχνάει από που ήρθε. Ήρθε από τα σκουπίδια της μητρόπολης. Ήρθε από κει που οι δρόμοι έχουν ονόματα νησιών, αλλά τίποτα δε θυμίζει νησί. Ήρθε από κει που τα ζευγάρια δεν ερωτοτροπούν. Τα ζευγάρια εκεί μισούν. Μισούν εαυτούς και πόλη. Μισούν τη θάλασσα, τα νησιά και τον ήλιο. Ήρθε από κει που παρακαλάς για γαμήσι και κοινωνική επανάσταση. Και το γαμήσι το ξεχνάς. Την επανάσταση όμως όχι. Η επαναστατική προοπτική είναι η σκιά σου, κι όταν καταλάβεις πως δεν έχεις σκιά, εκμηδενίζεσαι και γίνεσαι το σάλιο στο στόμα των φτωχών. Μα τώρα είναι στο εδώ. Νότιος Καρολίνα. Εμετοί κι απόλυτη συνάφεια με το τίποτα το κοσμικό. Και δως του η ενατένιση θάλασσας. Βλέπε μπλε να θυμάσαι. Τι; Δεν ξεχνάει. Αυτός δεν ξεχνάει. Περνάν οι μέρες και δεν ξεχνάει. Τους χαλάει τα σχέδια. Κι ούτε να τον σκοτώσουν μπορούν εδώ στη νότιο Καρολίνα. Θα πρέπει να τον στείλουν στη χώρα προέλευσης. Στ' άλλα νησιά και στις πλατείες. Εκεί στην αληθινή ζωή. Στις πλατείες της αλλοτρίωσης και στις μπύρες του φόβου και της φρίκης. Αλλά αυτοί ανοίγουν παράθυρα και δείχνουν. Κι αυτός δε θα σωφρονιστεί. Ούτε όμως και θα κόψει το λαιμό του. Μια μέρα μπήκε σ' ένα σπίτι χωρίς κουρτίνες. Γαμήθηκε με το ζεύγος. Πήγε τα παιδιά για παγωτό. Διάβασε ένα ποίημα του Καρούζου στη τουαλέτα. Και γύρισε πίσω. Από κει που ρθε. Δεν τα κατάφεραν. Πήγε πίσω ανέπαφος. Χωρίς καμία ποίηση. Βρώμικος και απελπισμένος, αλλά πίσω. Στο εκεί. Μίλια μακρυά απ' τη νότιο Καρολίνα. Σε μαύρα νησιά και αιμάτινους ουρανούς. Στα χαμόγελα τα δίχως δόντια και δίχως χαμόγελα. Πήγε πίσω. Με λιγότερο συκώτι και περισσότερο θράσος. Μόνος πήγε και θα ήταν μόνος. Και δεν πειράζει. Ποτέ δεν πείραζε άλλωστε. Το να είσαι μόνος λέω. Δεν πειράζει. Λέω δεν πειράζει.